μαντολάτο

μαντολάτο
το нуга (из миндаля)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαντολάτο" в других словарях:

  • μαντολάτο — και μανδολάτο, το σκληρό και συμπαγές γλύκισμα που παρασκευάζεται από ασπράδι αβγού, ζάχαρη ή μέλι και καβουρντισμένα αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mandolato «αμυγδαλωτό» < mandola «αμύγδαλο»] …   Dictionary of Greek

  • μαντολάτο — το (λ. βενετ.), είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] …   Dictionary of Greek

  • μανδολάτο — το βλ. μαντολάτο …   Dictionary of Greek

  • χαλβαδόπιτα — η, Ν είδος γλυκίσματος που μοιάζει με μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάς, άδες + πίτα] …   Dictionary of Greek

  • χαλβαδόπιτα — η είδος γλυκίσματος παρόμοιου με το μαντολάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»